- τουλουμοτύρι
- το бурдючный сыр;
§ τον ικανέ τουλουμοτύρι — он его отдубасил
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τον ικανέ τουλουμοτύρι — он его отдубасил
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τουλουμοτύρι — το, Ν (τροφ. τεχνολ.) ελληνικό λευκό τυρί άλμης που παραδοσιακά παρασκευάζεται με γάλα αιγοπροβάτων, αλλ. τυρί ασκού ή τυρί τουλουμήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουλούμι + τυρί] … Dictionary of Greek
τουλουμοτύρι — το τουλουμίσιο τυρί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουλουμήσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που έχει διατηρηθεί σε τουλούμι 2. φρ. «τουλουμήσιο τυρί» το τουλουμοτύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουλούμι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. μοσχαρ ήσιος)] … Dictionary of Greek